- φραγγέλωμα
- το, Ν [φραγγελώνω]δαρμός με φραγγέλιο, μαστίγωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φραγγέλωμα — το, ατος μαστίγωση, μαστίγωμα, χτύπημα με φραγγέλιο, καμτσικιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φραγέλλωσις — ώσεως, ἡ, Μ [φραγελλῶ] φραγγέλωμα, μαστίγωση … Dictionary of Greek
φραγγέλωση — η το φραγγέλωμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)